Παρνασσίδες

Παρνασσίδες
Παρνασσίς
lon
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ПАРНАССИДЫ —    • Παρνασσίδες ,          см. Musae, Музы …   Реальный словарь классических древностей

  • θριοβόλος — θριοβόλος, ὁ (Α) αυτός που ρίχνει ψήφους, λιθαράκια στο μαντικό αγγείο, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θριαί «οι Παρνασσίδες νύμφες» + βολος < βάλλω (πρβλ. ελαφη βόλος, κορωνο βόλος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”